- συντρέχω
- ΝΜΑ [τρέχω]1. συντελώ, συνεργώ2. παρέχω βοήθεια, συνδρομή, έρχομαι αρωγός (α. «πρέπει να τόν συντρέξεις σε αυτές τις δύσκολες ώρες» β. «πολλή 'στ' ἀνάγκη τῇδε τοῡτο συντρέχειν», Σοφ.)νεοελλ.φρ. «δεν συντρέχει λόγος» — δεν υπάρχει λόγοςαρχ.1. τρέχω μαζί με άλλον2. (για υγρά) συρρέω3. τρέχω παράλληλα με κάτι ή κοντά σε κάτι4. τρέχω εναντίον κάποιου, συγκρούομαι με κάποιον5. συνάγομαι, συναθροίζομαι («ἐκ δὲ αἰθρίης... συνδραμέειν ἐξαπίνης νέφεα», Ηρόδ.)6. σπεύδω για βοήθεια7. συμφωνώ («ἀμφοτέρων ἐς τὠυτὸ αἱ γνῶμαι συνέδραμον», Αλέξ. Αφρ.)8. συναντώ9. (για χρόνο) συμπίπτω, διαρκώ όσο και κάτι άλλο10. υποστηρίζω11. αμιλλώμαι12. συστέλλομαι, συμπτύσσομαι13. ανέρχομαι σε... («συντρέχειν ἔτη πρὸς τὰ πη'», πάπ.)14. (για οίδημα) υποχωρώ, εξαφανίζομαι ύστερα από πίεση15. (ως απρόσ.) συντρέχειυπάρχει ή γίνεται συνδρομή.
Dictionary of Greek. 2013.